Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

)' η λογοδοσία (

  • 1 отчёт

    отчёт м η έκθεση (доклад )' η λογοδοσία (за отчётный период финансовый \отчёт о απολογισμός ◇ отдавать себе \отчёт αντιλαμβάνομαι
    * * *
    м
    η έκθεση ( доклад); η λογοδοσία ( за отчётный период)

    фина́нсовый отчёт — ο απολογισμός

    ••

    отдава́ть себе́ отчёт — αντιλαμβάνομαι

    Русско-греческий словарь > отчёт

  • 2 отчётный

    отчётный: \отчётный доклад η λογοδοσία; о απολογισμός δράσης
    * * *

    отчётный докла́д — η λογοδοσία; ο απολογισμός δράσης

    Русско-греческий словарь > отчётный

  • 3 отчётность

    θ.
    1. απολογισμός• λογοδοσία•

    строгая отчётность αυστηρή λογοδοσία•

    финансовая отчётность οικονομικός απολογισμός.

    2. τα απολογιστικά έγγραφα•

    в этих двух папках вся -σ αυτούς τους δυό χαρτοφύλακες είναι όλα τα απολογιστικά έγγραφα.

    Большой русско-греческий словарь > отчётность

  • 4 доклад

    доклад
    м
    1. ἡ ἐκθεση [-ις], ἡ είσήγηση[-ις]:
    отчетный \доклад ἡ λογοδοσία, ὁ ἀπολογισμός· научный \доклад ἤἐπιστημονική ὁμιλία, ἡ διάλεξη [-ις]· делать \доклад κάνω είσήγηση, κάνω Εκθεση· прения по \докладу ἡ συζήτηση· ◊ входить без \доклада μπαίνω χωρίς νά μ' ἀναγγείλουν.

    Русско-новогреческий словарь > доклад

  • 5 отчет

    отчет
    м ὁ ἀπολογισμός, ἡ ἔκθεση [-ις], ἡ λογοδοσία/ τά πρακτικά (съезда и т. п.):
    финансовый \отчет ὁ οἰκονομικός ἀπολογισμός· давать кому́-л. \отчет в чем-л. δίνω λογαριασμό σέ κάποιον γιά κάτι· давать \отчет в своих посту́пках δίνω λόγο γιά τίς πράξεις μου· ◊ дать себе \отчет συ-ναισθάνομαι, ἀντιλαμβάνομαι· не давая себе \отчета χωρίς νά σκεφθώ, ἀστόχαστα, ἀπερίσκεπτα· брать деньги под \отчет παίρνω χρήματα ἐπί ἀποδόσει λογαριασμού.

    Русско-новогреческий словарь > отчет

  • 6 ответ

    α.
    1. απάντηση• απόκριση•

    положительный ответ θετική απάντηση•

    отрицательный ответ αρνητική απάντηση•

    -ы на.вопросы απαντήσεις σε ερωτήματα•

    меткий ответ εύστοχη (πετυχημένη) απάντηση•

    ответ на письмо απάντηση σε επιστολή•

    дай ответ απάντησε•

    остроумный ответ έξυπνη απάντηση•

    каков вопрос, таков и ответ τέτοια η ερώτηση, τέτοια και η απάντηση.

    2. απήχηση, ανταπόκριση (για αισθήματα).
    3. (μαθ.) λύση•

    правильный ответ σωστή λύση.

    4. λογοδοσία, λόγος•

    призвать к -у καλώ να δόσειλόγο (να λογοδοτήσει).

    εκφρ.
    в ответ – σε απάντηση•
    быть в -е – είμαι υπεύθυνος•
    ни -а ни привета – ούτε φωνή ούτε ακρόαση.

    Большой русско-греческий словарь > ответ

  • 7 расчёт

    α.
    1. υπολογισμός, λογαριασμός•

    правильный расчёт σωστός λογαριασμός•

    ошибка в -θ λάθος στο λογαριασμό ή λογιστικό λάθος•

    произвести расчёт κάνω υπολογισμό.

    2. απόλυση από την εργασία (με τις δουλεμένες αποδοχές).
    3. μτφ. λογοδοσία.
    4. σκοπός, πρόθεση•

    ошибся в своих -ах λάθεψα στους υπολογισμούς•

    сказал ему с -ом του είπα σκόπιμα•

    обмануться в -е πέφτω έξω στους υπολογισμούς•

    сделал это без всякого -а το έπραξα χωρίς κανένα απώτερο σκοπό.

    5. όφελος, κέρδος• συμφέρον•

    мне нет -а ехать туда δεν έχω κανένα όφελος να πάω εκεί.

    6. βλ. расчтливость.
    7. (στρατ.) το στοιχείο (οι πυροβολητές).
    εκφρ.
    врасчёт -е – πάτοι (ξόφλισα, πάτσισα)•
    из -а – παίρνοντας υπ όψη, υπολογίζοντας•
    принять (взять) в расчёт – λαβαίνω (παίρνω•) υπ όψη.

    Большой русско-греческий словарь > расчёт

  • 8 самоотчёт

    α.
    απολογισμός, λογοδοσία από τον εκτελεστή (εργασίας, ασχολίας κλπ.).

    Большой русско-греческий словарь > самоотчёт

См. также в других словарях:

  • λογοδοσία — η η δικαιολόγηση πράξεων ή ενεργειών για ένα χρονικό διάστημα που ήταν κάποιος υπεύθυνος γι αυτές: Στη συνέλευση έκανε λογοδοσία το παλιό συμβούλιο του συλλόγου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • λογοδοσία — η η έκθεση τών πεπραγμένων και η απόδοση λογαριασμών μιας αρχής, επιτροπής ή άλλου διοικητικού οργάνου. [ΕΤΥΜΟΛ. < λογοδοτῶ. Η λ. μαρτυρείται από το 1856 στο Λεξικόν γαλλοελληνικόν και ελληνογαλλικόν τού Σκαρλ. Βυζαντίου] …   Dictionary of Greek

  • ευθύνη — (Νομ.). Ο όρος σημαίνει τη κατάσταση στην οποία βρίσκεται ένα άτομο που παραβίασε μια συμβατική υποχρέωση ή προκάλεσε ζημία με κάποια πράξη ή παράλειψή του αντίθετη είτε στον νόμο είτε στα ιδιαίτερα καθήκοντά του. Η έννοια της ε. έχει διάφορες… …   Dictionary of Greek

  • δεξίλογος — η, ο όποιος δέχεται τη λογοδοσία κάποιου ή δικαιούται να ζητήσει λογοδοσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < δεξι < (θ. αορ.) εδεξάμην τού ρ. δέχομαι* + λόγος < λόγος (πρβλ. δεξίδωρος, δεξιήνεμος, δεξίμηλος). Η λ. μαρτυρείται στους Ελληνικούς Κώδικες (αρχή… …   Dictionary of Greek

  • λογοθέσιος — λογοθέσιος, ία, ον (AM) [λογοθέτης] 1. το ουδ. ως ουσ. τὸ λογοθέσιον α) το αρχείο ή το αξίωμα τού λογοθέτη β) η μεταθανάτια λογοδοσία τών ανθρώπων στον Θεό για τις πράξεις τους, η ημέρα τής κρίσεως 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ λογοθέσια τα… …   Dictionary of Greek

  • αλογοπράγητος — ἀλογοπράγητος, ον (Μ) [λογοπραγω] αυτός από τον οποίο δεν ζητείται λογαριασμός ή λογοδοσία, ο ανεύθυνος …   Dictionary of Greek

  • απόλογος — ο (AM ἀπόλογος) απολογία, λογοδοσία μσν. νεοελλ. απόκριση, απάντηση νεοελλ. τα τελευταία λόγια κάποιου ετοιμοθάνατου αρχ. 1. διήγηση, ιστόρημα 2. μύθος, αλληγορία 3. λογαριασμός, απολογισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < απο * + λόγος < λέγω] …   Dictionary of Greek

  • διοίκηση — Κάθε δραστηριότητα που αναπτύσσουν τα άτομα και οι διάφοροι δημόσιοι ή ιδιωτικοί οργανισμοί για τη συστηματική και συνεπή διεύθυνση και διαχείριση των υποθέσεών τους. Ωστόσο, σήμερα o όρος τείνει να χρησιμοποιείται σχεδόν αποκλειστικά για τις… …   Dictionary of Greek

  • επίτροπος — Το πρόσωπο που έχει αναλάβει τη διαχείριση των συμφερόντων άλλου προσώπου ή φορέα. Πρόκειται για τιμητικό λειτούργημα, συνήθως άμισθο. Ο ε. διαθέτει την εξουσία, συνήθως προσωρινή, για την εκτέλεση καθηκόντων που αφορούν τις υποθέσεις τρίτου,… …   Dictionary of Greek

  • ευθύνω — (ΑΜ εὐθύνω) [ευθύς] κάνω κάτι ευθύ, ευθειάζω, ισιάζω («ευθύνω μέταλλο») νεοελλ. 1. καθιστώ κάποιον υπεύθυνο, βαρύνω κάποιον με ευθύνες 2. (συν. μέσ.) ευθύνομαι είμαι υπεύθυνος, φέρω ευθύνη («θα τιμωρηθούν όσοι ευθύνονται για τις βομβιστικές… …   Dictionary of Greek

  • λογισμός — (Μαθημ.). Όρος που συναντάται σε διάφορα πεδία των μαθηματικών: απειροστικός λ., διαφορικός λ., ολοκληρωτικός λ., αριθμητικός λ., διανυσματικός λ., από μνήμης λ., γραπτός λ., μηχανικός λ., λ. της λογικής κλπ. Ο όρος λ. χρησιμοποιήθηκε αρχικά για… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»